Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παυμένος η παυμένη το παυμένο
      γενική του παυμένου της παυμένης του παυμένου
    αιτιατική τον παυμένο την παυμένη το παυμένο
     κλητική παυμένε παυμένη παυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παυμένοι οι παυμένες τα παυμένα
      γενική των παυμένων των παυμένων των παυμένων
    αιτιατική τους παυμένους τις παυμένες τα παυμένα
     κλητική παυμένοι παυμένες παυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παύω

  Μετοχή επεξεργασία

παυμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη παύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία