• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παυμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παυμένος η παυμένη το παυμένο
      γενική του παυμένου της παυμένης του παυμένου
    αιτιατική τον παυμένο την παυμένη το παυμένο
     κλητική παυμένε παυμένη παυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παυμένοι οι παυμένες τα παυμένα
      γενική των παυμένων των παυμένων των παυμένων
    αιτιατική τους παυμένους τις παυμένες τα παυμένα
     κλητική παυμένοι παυμένες παυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
παυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παύω

Μετοχή

επεξεργασία

παυμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη παύω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παυμένος
  • αγγλικά : paused (en), discontinued (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παυμένος&oldid=5503532"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:00

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 13:00.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας