give up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | give up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives up |
αόριστος | gave up |
παθητική μετοχή | given up |
ενεργητική μετοχή | giving up |
Ρήμα
επεξεργασίαgive up (en) → δείτε τις λέξεις give και up
- εγκαταλείπω, παραιτούμαι από την προσπάθεια