Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυθοσκοπώ < βυθός + -ο- + -σκοπώ

  Ρήμα επεξεργασία

βυθοσκοπώ (παθητική φωνή: βυθοσκοπούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία