βυθοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβυθοσκόπιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): συσκευή με την οποία οι αλιείς εξετάζουν το βυθό σε ρηχά νερά
- (ιατρική): συσκευή όργανο με το οποίο εξετάζεται ο βυθός του οφθαλμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία βυθοσκόπιο
|