οφθαλμοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οφθαλμοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ophthalmoscope < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός + σκοπέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
οφθαλμοσκόπιο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις οφθαλμοσκόπηση, οφθαλμός και σκοπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
οφθαλμοσκόπιο