αβυθομέτρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vi.θoˈme.tɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βυ‐θο‐μέ‐τρη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααβυθομέτρητος, -η, -ο
- που δεν έχει βυθομετρηθεί ή δεν μπορεί να βυθομετρηθεί
- ※ Ο αβυθομέτρητος ακόμη αρχαιολογικός χώρος της Πομπηίας εξακολουθεί να μας εκπλήσσει με τα νέα ευρήματα που διαρκώς έρχονται στο φως, κατά τις διάφορες, ανασκαφικές, ή αναστηλωτικές, εργασίες του.
- Μοναδική αναπαράσταση της Λήδας και του κύκνου-Δία αποκαλύφθηκε στην Πομπηία, archaiologia.gr, 21 Νοεμβρίου 2018
- ※ Ο αβυθομέτρητος ακόμη αρχαιολογικός χώρος της Πομπηίας εξακολουθεί να μας εκπλήσσει με τα νέα ευρήματα που διαρκώς έρχονται στο φως, κατά τις διάφορες, ανασκαφικές, ή αναστηλωτικές, εργασίες του.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβυθομέτρητος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβυθομέτρητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβυθομέτρητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)