θερμομετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμομετρημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου θερμομετρώ
Μετοχή
επεξεργασίαθερμομετρημένος, -η, -ο
- που τον έχουν θερμομετρήσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θερμομετρημένος
|