ανακαταμετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαανακαταμετρημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανακαταμετρώ
Συγγενικά
επεξεργασία- ανακαταμετρώ
- → δείτε τις λέξεις ανά, καταμετρώ, μετρώ και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακαταμετρημένος
|