σφυγμομετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφυγμομετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφυγμομετρώ
Μετοχή
επεξεργασίασφυγμομετρημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σφυγμομετρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφυγμομετρημένος
|
σφυγμομετρημένος, -η, -ο
|