σφυγμομετρημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασφυγμομετρημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σφυγμομετρημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σφυγμομετρημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σφυγμομετρημένος