σφυγμομετρώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
σφυγμομετρώ
- μετρώ τους σφυγμούς κάποιου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- (μεταφορικά) διερευνώ τις τάσεις και τις απόψεις της κοινωνίας μέσω δημοσκόπησης
σφυγμομετρώ