Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυγμομετρώ < σφυγμ(ός) + -ο- + -μετρώ

  Ρήμα επεξεργασία

σφυγμομετρώ

  1. μετρώ τους σφυγμούς κάποιου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
  2. (μεταφορικά) διερευνώ τις τάσεις και τις απόψεις της κοινωνίας μέσω δημοσκόπησης

  Μεταφράσεις επεξεργασία