Προφορά

επεξεργασία
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
pouls pouls

pouls (fr) αρσενικό

  1. ο σφυγμός
  2. (κατ’ επέκταση) το μέρος όπου βρίσκουμε το σφυγμό

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  pulsation