pouls
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pouls | pouls |
pouls (fr) αρσενικό
- ο σφυγμός
- (κατ’ επέκταση) το μέρος όπου βρίσκουμε το σφυγμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη pulsation