λελογισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λελογισμένος: μετοχή παρακειμένου του ρήματος λογίζομαι, όπως στην ελληνιστική κοινή λελογισμένος,[1] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική modéré [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.lo.ʝiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐λο‐γι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαλελογισμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό)
- που γίνεται με λογική σκέψη, λογικός, όχι υπέρμετρος
- ⮡ Το υπουργείο υγείας καλεί σε λελογισμένη χρήση των αντιβιοτικών.
- χωρίς πολλά έξοδα, χωρίς υπερβολικές δαπάνες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ λελογισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λελογισμένος < μετοχή παρακειμένου (λελόγισμαι) του μεσοπαθητικού ρήματος λογίζομαι (αρχαία ελληνική , όπως και το επίρρημα λελογισμένως)
Μετοχή
επεξεργασίαλελογισμένος, -η, -ον μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (ελληνιστική κοινή)
- εγκρατής, λελογισμένος
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia), 1.44@scaife.perseus
- διʼ ὅ καὶ ὁ μὲν ἀλόγιστος λέγεται καὶ φερόμενος ὑπὸ τῆς ἀλογίας, ὁ δὲ λελογισμένος καὶ ἐγκρατὴς παντὸς ἀλογίστου·
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia), 1.44@scaife.perseus
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- λελογισμένως (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη λογίζομαι