↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυγιασμένος η ζυγιασμένη το ζυγιασμένο
      γενική του ζυγιασμένου της ζυγιασμένης του ζυγιασμένου
    αιτιατική τον ζυγιασμένο τη ζυγιασμένη το ζυγιασμένο
     κλητική ζυγιασμένε ζυγιασμένη ζυγιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυγιασμένοι οι ζυγιασμένες τα ζυγιασμένα
      γενική των ζυγιασμένων των ζυγιασμένων των ζυγιασμένων
    αιτιατική τους ζυγιασμένους τις ζυγιασμένες τα ζυγιασμένα
     κλητική ζυγιασμένοι ζυγιασμένες ζυγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζυγιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυγιάζω

ζυγιασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ζυγιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία