↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταμετρημένος η καταμετρημένη το καταμετρημένο
      γενική του καταμετρημένου της καταμετρημένης του καταμετρημένου
    αιτιατική τον καταμετρημένο την καταμετρημένη το καταμετρημένο
     κλητική καταμετρημένε καταμετρημένη καταμετρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταμετρημένοι οι καταμετρημένες τα καταμετρημένα
      γενική των καταμετρημένων των καταμετρημένων των καταμετρημένων
    αιτιατική τους καταμετρημένους τις καταμετρημένες τα καταμετρημένα
     κλητική καταμετρημένοι καταμετρημένες καταμετρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καταμετρημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία