Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγάριθμος η ολιγάριθμη το ολιγάριθμο
      γενική του ολιγάριθμου της ολιγάριθμης του ολιγάριθμου
    αιτιατική τον ολιγάριθμο την ολιγάριθμη το ολιγάριθμο
     κλητική ολιγάριθμε ολιγάριθμη ολιγάριθμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγάριθμοι οι ολιγάριθμες τα ολιγάριθμα
      γενική των ολιγάριθμων των ολιγάριθμων των ολιγάριθμων
    αιτιατική τους ολιγάριθμους τις ολιγάριθμες τα ολιγάριθμα
     κλητική ολιγάριθμοι ολιγάριθμες ολιγάριθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολιγάριθμος < μεσαιωνική ελληνική ολιγάριθμος < ολίγος + αριθμός

  Επίθετο επεξεργασία

ολιγάριθμος -η -ο

μια ολιγάριθμη εθνική μειονότητα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία