ολιγάριθμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ολιγάριθμος < μεσαιωνική ελληνική ολιγάριθμος < ολίγος + αριθμός
Επίθετο
επεξεργασία
ολιγάριθμος -η -ο
- μια ολιγάριθμη εθνική μειονότητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολιγάριθμος
|