ἄμετρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἄμετρος, -η, -ον
- τόσο μεγάλος ώστε δεν μπορεί να μετρηθεί, τεράστιος
- αμετρίαστος
- αδιάκοπος
- δυσανάλογος
![]() |
ἄμετρος, -η, -ον