countless
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
countless (en) (χωρίς παραθετικά)
- αμέτρητος, πολύ μεγάλος σε πλήθος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη uncountable
countless (en) (χωρίς παραθετικά)