σύνορον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σύνορον | τὰ | σύνορᾰ | ||||
γενική | τοῦ | συνόρου | τῶν | συνόρων | ||||
δοτική | τῷ | συνόρῳ | τοῖς | συνόροις | ||||
αιτιατική | τὸ | σύνορον | τὰ | σύνορᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σύνορον | σύνορᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνόρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συνόροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- σύνορον (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύνορος (αρχαία ελληνική )
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: σύνορον (< ελληνιστική κοινή πληθυντικός σύνορα) ⇒ νέα ελληνικά: σύνορο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύνορον, -ου (ελληνιστική κοινή) ιδίως στον πληθυντικό
- σύνορο
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν ἱστορία HP 3.3.6, Theophrasti Eresii: opera, Parisiis: Didot, 1866
- διότι πολλαχῶς τῶν αὐτῶν χωρίων ἔνια σύνορα καὶ ὁμοίως καθήμενα καὶ οὐδεμίαν ἔχοντα κατὰ τὴν γῆν διαφορὰν τὸ μὲν τεράμονα τὸ δ’ ἀτεράμονα φέρει, καὶ ἐνίοτε μόνον αὔλακος διοριζούσης.
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- σύνορον: κλιτικός τύπος (αρχαία ελληνικά)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασύνορον