• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

край

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ρωσικά (ru)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά

Ρωσικά (ru)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ audio (βοήθεια·αρχείο)
  • ΔΦΑ : [kraɪ̯]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

край (ru) αρσενικό

  1. σύνορο, όριο, χείλος
  2. πλευρά
  3. γη, χώρα
  4. εδαφική επικράτεια (στην Ρωσία)


Συνώνυμα

επεξεργασία
  • конец, оконечность, предел
  • периферия, окраина
  • страна, область, местность

Συγγενικά

επεξεργασία
  • крайность, краюха, краевед, краеведение
  • крайний, краевой, бескрайний, бескрайный
  • крайне
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=край&oldid=5320617"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2021, στις 04:18

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Български
    • English
    • Esperanto
    • Euskara
    • Suomi
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 日本語
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Occitan
    • Polski
    • پښتو
    • Português
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • Українська
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2021, στις 04:18.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας