↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασυνοριακός η διασυνοριακή το διασυνοριακό
      γενική του διασυνοριακού της διασυνοριακής του διασυνοριακού
    αιτιατική τον διασυνοριακό τη διασυνοριακή το διασυνοριακό
     κλητική διασυνοριακέ διασυνοριακή διασυνοριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασυνοριακοί οι διασυνοριακές τα διασυνοριακά
      γενική των διασυνοριακών των διασυνοριακών των διασυνοριακών
    αιτιατική τους διασυνοριακούς τις διασυνοριακές τα διασυνοριακά
     κλητική διασυνοριακοί διασυνοριακές διασυνοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασυνοριακός < δια- + συνοριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transboundary / transfrontier)

  Επίθετο

επεξεργασία

διασυνοριακός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία