ερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ερίζω < αρχαία ελληνική ἐρίζω
Ρήμα
επεξεργασία
ερίζω
- εκφράζω τη διαφορά απόψεων με κάποιον με επιθετικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερίζω
|