ασυνόρευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ασυνόρευτος
- (για κτήματα ή χώρες) που δεν έχει με άλλον κοινά σύνορα
- η Ελλάδα και η Σερβία είναι ασυνόρευτες χώρες, γιατί τους χωρίζει η Π.Γ.Δ.Μ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυνόρευτος
|