ακούς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαακούς
- β' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος ακούω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος ακούω
- θα ακούς: β' ενικό εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος ακούω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ακούεις (σπάνιο)