συναιρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναιρώ < αρχαία ελληνική συναιρέω / συναιρῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.neˈro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναι‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίασυναιρώ (παθητική φωνή: συναιρούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναιρώ | συναιρούσα | θα συναιρώ | να συναιρώ | συναιρώντας | |
β' ενικ. | συναιρείς | συναιρούσες | θα συναιρείς | να συναιρείς | (συναίρει) | |
γ' ενικ. | συναιρεί | συναιρούσε | θα συναιρεί | να συναιρεί | ||
α' πληθ. | συναιρούμε | συναιρούσαμε | θα συναιρούμε | να συναιρούμε | ||
β' πληθ. | συναιρείτε | συναιρούσατε | θα συναιρείτε | να συναιρείτε | συναιρείτε | |
γ' πληθ. | συναιρούν(ε) | συναιρούσαν(ε) | θα συναιρούν(ε) | να συναιρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναίρεσα | θα συναιρέσω | να συναιρέσω | συναιρέσει | ||
β' ενικ. | συναίρεσες | θα συναιρέσεις | να συναιρέσεις | συναίρεσε | ||
γ' ενικ. | συναίρεσε | θα συναιρέσει | να συναιρέσει | |||
α' πληθ. | συναιρέσαμε | θα συναιρέσουμε | να συναιρέσουμε | |||
β' πληθ. | συναιρέσατε | θα συναιρέσετε | να συναιρέσετε | συναιρέστε | ||
γ' πληθ. | συναίρεσαν συναιρέσαν(ε) |
θα συναιρέσουν(ε) | να συναιρέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναιρέσει | είχα συναιρέσει | θα έχω συναιρέσει | να έχω συναιρέσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναιρέσει | είχες συναιρέσει | θα έχεις συναιρέσει | να έχεις συναιρέσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναιρέσει | είχε συναιρέσει | θα έχει συναιρέσει | να έχει συναιρέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναιρέσει | είχαμε συναιρέσει | θα έχουμε συναιρέσει | να έχουμε συναιρέσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναιρέσει | είχατε συναιρέσει | θα έχετε συναιρέσει | να έχετε συναιρέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναιρέσει | είχαν συναιρέσει | θα έχουν συναιρέσει | να έχουν συναιρέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναιρούμαι | συναιρούμουν | θα συναιρούμαι | να συναιρούμαι | ||
β' ενικ. | συναιρείσαι | συναιρούσουν | θα συναιρείσαι | να συναιρείσαι | ||
γ' ενικ. | συναιρείται | συναιρούνταν | θα συναιρείται | να συναιρείται | ||
α' πληθ. | συναιρούμαστε | συναιρούμασταν συναιρούμαστε |
θα συναιρούμαστε | να συναιρούμαστε | ||
β' πληθ. | συναιρείστε | συναιρούσασταν συναιρούσαστε |
θα συναιρείστε | να συναιρείστε | συναιρείστε | |
γ' πληθ. | συναιρούνται | συναιρούνταν | θα συναιρούνται | να συναιρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναιρέθηκα | θα συναιρεθώ | να συναιρεθώ | συναιρεθεί | ||
β' ενικ. | συναιρέθηκες | θα συναιρεθείς | να συναιρεθείς | συναιρέσου | ||
γ' ενικ. | συναιρέθηκε | θα συναιρεθεί | να συναιρεθεί | |||
α' πληθ. | συναιρεθήκαμε | θα συναιρεθούμε | να συναιρεθούμε | |||
β' πληθ. | συναιρεθήκατε | θα συναιρεθείτε | να συναιρεθείτε | συναιρεθείτε | ||
γ' πληθ. | συναιρέθηκαν συναιρεθήκαν(ε) |
θα συναιρεθούν(ε) | να συναιρεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συναιρεθεί | είχα συναιρεθεί | θα έχω συναιρεθεί | να έχω συναιρεθεί | συνηρημένος | |
β' ενικ. | έχεις συναιρεθεί | είχες συναιρεθεί | θα έχεις συναιρεθεί | να έχεις συναιρεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συναιρεθεί | είχε συναιρεθεί | θα έχει συναιρεθεί | να έχει συναιρεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συναιρεθεί | είχαμε συναιρεθεί | θα έχουμε συναιρεθεί | να έχουμε συναιρεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συναιρεθεί | είχατε συναιρεθεί | θα έχετε συναιρεθεί | να έχετε συναιρεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συναιρεθεί | είχαν συναιρεθεί | θα έχουν συναιρεθεί | να έχουν συναιρεθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναιρώ