Ετυμολογία

επεξεργασία
κραταιώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κραταιῶ / κραταιόω + -ώνω < αρχαία ελληνική κραταιός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾa.teˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρα‐ται‐ώ‐νω

κραταιώνω, αόρ.: κραταίωσα, παθ.φωνή: κραταιώνομαι, π.αόρ.: κραταιώθηκα, μτχ.π.π.: κραταιωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία