κραταιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κραταιώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κραταιῶ / κραταιόω + -ώνω < αρχαία ελληνική κραταιός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾa.teˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐ται‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακραταιώνω, αόρ.: κραταίωσα, παθ.φωνή: κραταιώνομαι, π.αόρ.: κραταιώθηκα, μτχ.π.π.: κραταιωμένος
- (λόγιο) καθιστώ κάτι εξαιρετικά ισχυρό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κραταιώνω | κραταίωνα | θα κραταιώνω | να κραταιώνω | κραταιώνοντας | |
β' ενικ. | κραταιώνεις | κραταίωνες | θα κραταιώνεις | να κραταιώνεις | κραταίωνε | |
γ' ενικ. | κραταιώνει | κραταίωνε | θα κραταιώνει | να κραταιώνει | ||
α' πληθ. | κραταιώνουμε | κραταιώναμε | θα κραταιώνουμε | να κραταιώνουμε | ||
β' πληθ. | κραταιώνετε | κραταιώνατε | θα κραταιώνετε | να κραταιώνετε | κραταιώνετε | |
γ' πληθ. | κραταιώνουν(ε) | κραταίωναν κραταιώναν(ε) |
θα κραταιώνουν(ε) | να κραταιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κραταίωσα | θα κραταιώσω | να κραταιώσω | κραταιώσει | ||
β' ενικ. | κραταίωσες | θα κραταιώσεις | να κραταιώσεις | κραταίωσε | ||
γ' ενικ. | κραταίωσε | θα κραταιώσει | να κραταιώσει | |||
α' πληθ. | κραταιώσαμε | θα κραταιώσουμε | να κραταιώσουμε | |||
β' πληθ. | κραταιώσατε | θα κραταιώσετε | να κραταιώσετε | κραταιώστε | ||
γ' πληθ. | κραταίωσαν κραταιώσαν(ε) |
θα κραταιώσουν(ε) | να κραταιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κραταιώσει | είχα κραταιώσει | θα έχω κραταιώσει | να έχω κραταιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κραταιώσει | είχες κραταιώσει | θα έχεις κραταιώσει | να έχεις κραταιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κραταιώσει | είχε κραταιώσει | θα έχει κραταιώσει | να έχει κραταιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κραταιώσει | είχαμε κραταιώσει | θα έχουμε κραταιώσει | να έχουμε κραταιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κραταιώσει | είχατε κραταιώσει | θα έχετε κραταιώσει | να έχετε κραταιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κραταιώσει | είχαν κραταιώσει | θα έχουν κραταιώσει | να έχουν κραταιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κραταιώνομαι | κραταιωνόμουν(α) | θα κραταιώνομαι | να κραταιώνομαι | ||
β' ενικ. | κραταιώνεσαι | κραταιωνόσουν(α) | θα κραταιώνεσαι | να κραταιώνεσαι | ||
γ' ενικ. | κραταιώνεται | κραταιωνόταν(ε) | θα κραταιώνεται | να κραταιώνεται | ||
α' πληθ. | κραταιωνόμαστε | κραταιωνόμαστε κραταιωνόμασταν |
θα κραταιωνόμαστε | να κραταιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κραταιώνεστε | κραταιωνόσαστε κραταιωνόσασταν |
θα κραταιώνεστε | να κραταιώνεστε | (κραταιώνεστε) | |
γ' πληθ. | κραταιώνονται | κραταιώνονταν κραταιωνόντουσαν |
θα κραταιώνονται | να κραταιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κραταιώθηκα | θα κραταιωθώ | να κραταιωθώ | κραταιωθεί | ||
β' ενικ. | κραταιώθηκες | θα κραταιωθείς | να κραταιωθείς | κραταιώσου | ||
γ' ενικ. | κραταιώθηκε | θα κραταιωθεί | να κραταιωθεί | |||
α' πληθ. | κραταιωθήκαμε | θα κραταιωθούμε | να κραταιωθούμε | |||
β' πληθ. | κραταιωθήκατε | θα κραταιωθείτε | να κραταιωθείτε | κραταιωθείτε | ||
γ' πληθ. | κραταιώθηκαν κραταιωθήκαν(ε) |
θα κραταιωθούν(ε) | να κραταιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κραταιωθεί | είχα κραταιωθεί | θα έχω κραταιωθεί | να έχω κραταιωθεί | κραταιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κραταιωθεί | είχες κραταιωθεί | θα έχεις κραταιωθεί | να έχεις κραταιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κραταιωθεί | είχε κραταιωθεί | θα έχει κραταιωθεί | να έχει κραταιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κραταιωθεί | είχαμε κραταιωθεί | θα έχουμε κραταιωθεί | να έχουμε κραταιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κραταιωθεί | είχατε κραταιωθεί | θα έχετε κραταιωθεί | να έχετε κραταιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κραταιωθεί | είχαν κραταιωθεί | θα έχουν κραταιωθεί | να έχουν κραταιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κραταιωμένος - είμαστε, είστε, είναι κραταιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κραταιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κραταιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κραταιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κραταιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κραταιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κραταιωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κραταιώνω
|