κραταιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κραταιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κραταιώνω
Μετοχή
επεξεργασίακραταιωμένος, -η, -ο
- που έχει κραταιωθεί, που έχει δυναμώσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία κραταιωμένος
|
κραταιωμένος, -η, -ο
|