Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα amplifi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας amplifas amplifanta amplifata
αόριστος amplifis amplifinta amplifita
μέλλοντας amplifos amplifonta amplifota
υποθετική amplifus - -
προστακτική amplifu - -

amplifi (eo)

  1. ενισχύω
  2. διευρύνω