strengthen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | strengthen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strengthens |
αόριστος | strengthened |
παθητική μετοχή | strengthened |
ενεργητική μετοχή | strengthening |
Ρήμα
επεξεργασία
strengthen (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, ισχυροποιώ, γίνομαι πιο ισχυρός ή αποτελεσματικός· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ισχυρό ή αποτελεσματικό
The country’s negotiating power was strengthened.
- Ενισχύθηκε η διαπραγματευτική δύναμη της χώρας.
In order to further strengthen his position…
- Για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση του…
- (μεταβατικό) δυναμώνω, γίνομαι σωματικά πιο δυνατός
Exercise strengthens muscles.
- Η άσκηση δυναμώνει τους μυς.
I’m strengthening my body.
- Δυναμώνω το σώμα μου.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, ισχυροποιώ, κάνω ένα συναίσθημα, μια άποψη ή μια σχέση πιο ισχυρή
- (αμετάβατο) δυναμώνω, ενισχύομαι, για μια φυσική δύναμη
The wind kept strengthening.
- Ο αέρας δυνάμωνε συνεχώς.
The wind strengthened in the night.
- Ο άνεμος ενισχύθηκε τη νύχτα.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, για το νόμισμα ή την οικονομία μιας χώρας που γίνεται ισχυρότερη
The measures strengthen the national income.
- Τα μέτρα ενισχύουν το εθνικό εισόδημα.