ενεστώτας strengthen
γ΄ ενικό ενεστώτα strengthens
αόριστος strengthened
παθητική μετοχή strengthened
ενεργητική μετοχή strengthening

strengthen (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, ισχυροποιώ, γίνομαι πιο ισχυρός ή αποτελεσματικός· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ισχυρό ή αποτελεσματικό
    ⮡  The country’s negotiating power was strengthened.
    Ενισχύθηκε η διαπραγματευτική δύναμη της χώρας.
    ⮡  In order to further strengthen his position…
    Για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση του…
  2. (μεταβατικό) δυναμώνω, γίνομαι σωματικά πιο δυνατός
    ⮡  Exercise strengthens muscles.
    Η άσκηση δυναμώνει τους μυς.
    ⮡  I’m strengthening my body.
    Δυναμώνω το σώμα μου.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, ισχυροποιώ, κάνω ένα συναίσθημα, μια άποψη ή μια σχέση πιο ισχυρή
    ⮡  This strengthens my confidence in you.
    Αυτό ενίσχυσε την εμπιστοσύνη μου σε σένα.
    ⮡  The new findings strengthen my views.
    Οι νέες ανακαλύψεις ισχυροποιούν τις απόψεις μου.
     συνώνυμα:  bolster και reinforce
  4. (αμετάβατο) δυναμώνω, ενισχύομαι, για μια φυσική δύναμη
    ⮡  The wind kept strengthening.
    Ο αέρας δυνάμωνε συνεχώς.
    ⮡  The wind strengthened in the night.
    Ο άνεμος ενισχύθηκε τη νύχτα.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) ενισχύω, για το νόμισμα ή την οικονομία μιας χώρας που γίνεται ισχυρότερη
    ⮡  The measures strengthen the national income.
    Τα μέτρα ενισχύουν το εθνικό εισόδημα.