Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

come into play (en)

  • το να εφαρμόζω κάτι στην πράξη
  • το να ισχύει πλέον κάτι, το να παίζει ρόλο, το να επιδρά

Δείτε επίσης επεξεργασία