Επίθετο

επεξεργασία

valid (en)

  1. έγκυρος, ισχυρός, που ισχύει, που είναι νομικά ή επίσημα αποδεκτό
    ⮡  a valid marriage - έγκυρος/ισχυρός γάμος
    ⮡  a valid contract/will - έγκυρη σύμβαση/διαθήκη
    ⮡  a passport valid for five years - διαβατήριο που ισχύει για πέντε χρόνια
    ⮡  a ticket that is valid for a month - εισιτήριο που ισχύει για ένα μήνα
  2. βάσιμος, που ισχύει, που βασίζεται σε ό,τι είναι λογικό ή αληθινό
    ⮡  valid objections/suspicions/assumptions - βάσιμες αντιρρήσεις/υποψίες/υποθέσεις
    ⮡  The accusations against me are not valid.
    Οι κατηγορίες εναντίον μου δεν είναι βάσιμες.
    ⮡  What you’re saying isn’t valid, the boss lied to you.
    Αυτά που λες δεν ισχύουν, σου είπε ψέματα ο προϊστάμενος.

Αντώνυμα

επεξεργασία