valid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαvalid (en)
- έγκυρος, ισχυρός, που ισχύει, που είναι νομικά ή επίσημα αποδεκτό
- ⮡ a valid marriage - έγκυρος/ισχυρός γάμος
- ⮡ a valid contract/will - έγκυρη σύμβαση/διαθήκη
- ⮡ a passport valid for five years - διαβατήριο που ισχύει για πέντε χρόνια
- ⮡ a ticket that is valid for a month - εισιτήριο που ισχύει για ένα μήνα
- βάσιμος, που ισχύει, που βασίζεται σε ό,τι είναι λογικό ή αληθινό
- ⮡ valid objections/suspicions/assumptions - βάσιμες αντιρρήσεις/υποψίες/υποθέσεις
- ⮡ The accusations against me are not valid.
- Οι κατηγορίες εναντίον μου δεν είναι βάσιμες.
- ⮡ What you’re saying isn’t valid, the boss lied to you.
- Αυτά που λες δεν ισχύουν, σου είπε ψέματα ο προϊστάμενος.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- valid - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 391. ISBN 9780194325684., λήμμα: έγκυρος, ισχυρός