βάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βάσιμος | η | βάσιμη | το | βάσιμο |
γενική | του | βάσιμου | της | βάσιμης | του | βάσιμου |
αιτιατική | τον | βάσιμο | τη | βάσιμη | το | βάσιμο |
κλητική | βάσιμε | βάσιμη | βάσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βάσιμοι | οι | βάσιμες | τα | βάσιμα |
γενική | των | βάσιμων | των | βάσιμων | των | βάσιμων |
αιτιατική | τους | βάσιμους | τις | βάσιμες | τα | βάσιμα |
κλητική | βάσιμοι | βάσιμες | βάσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
βάσιμος
- που στηρίζεται πάνω σε κάτι λογικό και πραγματικό, που μπορεί να υποστηρίζεται με επιχειρήματα ή με αναφορά σε υπαρκτά δεδομένα
- δεν ξέρω αν οι φόβοι μου για το μέλλον του προγράμματος είναι βάσιμοι