βάσιμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.si.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐σι‐μα
Επίρρημα επεξεργασία
βάσιμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βάσιμα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βάσιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βάσιμος