Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
valable valables

valable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άξιος
  2. έγκυρος
  3. βάσιμος, αξιόπιστος

Συγγενικά

επεξεργασία