sauf
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsauf (fr) αρσενικό, sauve θηλυκό
- σώος
- il a eu la vie sauve : γλύτωσε τη ζωή του
- ακολουθεί συχνά το sain στην έκφραση sain et sauf : σώος και αβλαβής
Πρόθεση
επεξεργασίαsauf (fr)
- μπροστά από ένα ουσιαστικό σημαίνει χωρίς να βλάψω
- Sauf votre honneur :
- Sauf votre respect.
- Sauf le respect que je vous dois.
- χωρίς να αποκλείεται κάτι άλλο, χωρίς ζημιά ή βλάβη
- sauf meilleur avis : εκτός και αν υπάρχει καλύτερη γνώμη
- sauf avis contraire : εκτός εάν υπάρξει αντίθετη ειδοποίηση
- sauf son recours contre Untel : εκτός εάν κάνει προσφυγή εναντίον του τάδε
- sauf correction : εκτός
- sauf erreur ou omission εκτός και αν έχει γίνει λάθος ή κάτι έχει ξεχαστεί
- εκτός
- il lui a cédé tout son bien, sauf ses rentes, sauf un domaine, sauf ses prétentions sur telle chose : του άφησε όλα τα αγαθά του, εκτός από τις ρέντες του, ένα οικόπεδο, τις αξιώσεις του επί του τάδε πράγματος
- sauf à : εκτός και αν γίνει κάτι, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γίνει κάτι
- sauf à déduire : εκτός και αν αφαιρέσουμε
- sauf à recommencer : εκτός και αν αρχίσουμε από την αρχή, υπό την προϋπόθεση ότι θα ξαναρχίσουμε