Δείτε επίσης: εκτός, έκτος, ἕκτος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

< ἐκ

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐκτὸς

  • έξω (+ γενική)