Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

poza (pl) θηλυκό

  1. η πόζα

  Επίρρημα

επεξεργασία

poza (pl)

  1. εκτός

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το επίρρημα συντάσσεται με οργανική (narzędnik) και όχι με τοπική (miejscownik) ακόμα και όταν αναφέρεται σε τόπο