↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαιρετέος η εξαιρετέα το εξαιρετέο
      γενική του εξαιρετέου της εξαιρετέας του εξαιρετέου
    αιτιατική τον εξαιρετέο την εξαιρετέα το εξαιρετέο
     κλητική εξαιρετέε εξαιρετέα εξαιρετέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαιρετέοι οι εξαιρετέες τα εξαιρετέα
      γενική των εξαιρετέων των εξαιρετέων των εξαιρετέων
    αιτιατική τους εξαιρετέους τις εξαιρετέες τα εξαιρετέα
     κλητική εξαιρετέοι εξαιρετέες εξαιρετέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαιρετέος < αρχαία ελληνική ἐξαιρετέος

  Επίθετο

επεξεργασία

εξαιρετέος

  1. που πρέπει να εξαιρεθεί
  2. (καταχρηστικά) που μπορεί να εξαιρεθεί

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία