απαλλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απαλλακτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀπαλλακτικός
Επίθετο
επεξεργασία
απαλλακτικός -ή -ό
- (νομικός όρος) που απαλλάσσει από κατηγορία
- απαλλακτικό βούλευμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαλλακτικός