acquittement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- acquittement < acquitter
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
acquittement | acquittements |
acquittement (fr) αρσενικό
- (νομικός όρος) η αθώωση, η απαλλαγή