Ετυμολογία

επεξεργασία
acquittement < acquitter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kit.mɑ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
acquittement acquittements

acquittement (fr) αρσενικό