↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταλλασσόμενος η ανταλλασσόμενη το ανταλλασσόμενο
      γενική του ανταλλασσόμενου της ανταλλασσόμενης του ανταλλασσόμενου
    αιτιατική τον ανταλλασσόμενο την ανταλλασσόμενη το ανταλλασσόμενο
     κλητική ανταλλασσόμενε ανταλλασσόμενη ανταλλασσόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταλλασσόμενοι οι ανταλλασσόμενες τα ανταλλασσόμενα
      γενική των ανταλλασσόμενων των ανταλλασσόμενων των ανταλλασσόμενων
    αιτιατική τους ανταλλασσόμενους τις ανταλλασσόμενες τα ανταλλασσόμενα
     κλητική ανταλλασσόμενοι ανταλλασσόμενες ανταλλασσόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ανταλλασσόμενος, -η, -ο



  Μεταφράσεις

επεξεργασία