trade on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | trade on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trades on |
αόριστος | traded on |
παθητική μετοχή | traded on |
ενεργητική μετοχή | trading on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία- εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι προς όφελός μου, ειδικά με άδικο τρόπο