ενεστώτας trade on
γ΄ ενικό ενεστώτα trades on
αόριστος traded on
παθητική μετοχή traded on
ενεργητική μετοχή trading on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
trade on < → δείτε τις λέξεις trade και on

trade on (en) (κακόσημο)

  • εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι προς όφελός μου, ειδικά με άδικο τρόπο
    ⮡  They trade on people’s ignorance.
    Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exploit