Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

μελιού ουδέτερο

  1. γενική ενικού του μέλι
  2. γενική ενικού του μελί (χρώμα)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μελιού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του μελής
    εναλλακτικά: (του) μελή
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (μελί) του μελής
    εναλλακτικά: (του) μελί