μελώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμελώνω
- αλείφω με μέλι ή ρίχνω μέλι σε φαγώσιμο
- (ειδικότερα) ρίχνω σιρόπι από μέλι, για να απορροφηθεί από το γλυκό
- θα μελώσουμε αύριο τα μελομακάρονα
- γίνομαι ημίρρευστος σαν μέλι
- έχω εμποτιστεί με σιρόπι από μέλι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μελώνω | μέλωνα | θα μελώνω | να μελώνω | μελώνοντας | |
β' ενικ. | μελώνεις | μέλωνες | θα μελώνεις | να μελώνεις | μέλωνε | |
γ' ενικ. | μελώνει | μέλωνε | θα μελώνει | να μελώνει | ||
α' πληθ. | μελώνουμε | μελώναμε | θα μελώνουμε | να μελώνουμε | ||
β' πληθ. | μελώνετε | μελώνατε | θα μελώνετε | να μελώνετε | μελώνετε | |
γ' πληθ. | μελώνουν(ε) | μέλωναν μελώναν(ε) |
θα μελώνουν(ε) | να μελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μέλωσα | θα μελώσω | να μελώσω | μελώσει | ||
β' ενικ. | μέλωσες | θα μελώσεις | να μελώσεις | μέλωσε | ||
γ' ενικ. | μέλωσε | θα μελώσει | να μελώσει | |||
α' πληθ. | μελώσαμε | θα μελώσουμε | να μελώσουμε | |||
β' πληθ. | μελώσατε | θα μελώσετε | να μελώσετε | μελώστε | ||
γ' πληθ. | μέλωσαν μελώσαν(ε) |
θα μελώσουν(ε) | να μελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μελώσει | είχα μελώσει | θα έχω μελώσει | να έχω μελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μελώσει | είχες μελώσει | θα έχεις μελώσει | να έχεις μελώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μελώσει | είχε μελώσει | θα έχει μελώσει | να έχει μελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μελώσει | είχαμε μελώσει | θα έχουμε μελώσει | να έχουμε μελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μελώσει | είχατε μελώσει | θα έχετε μελώσει | να έχετε μελώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μελώσει | είχαν μελώσει | θα έχουν μελώσει | να έχουν μελώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελώνω
|