Ετυμολογία

επεξεργασία
μελώνω < μέλι + -ώνω

μελώνω

  1. αλείφω με μέλι ή ρίχνω μέλι σε φαγώσιμο
  2. (ειδικότερα) ρίχνω σιρόπι από μέλι, για να απορροφηθεί από το γλυκό
    θα μελώσουμε αύριο τα μελομακάρονα
  1. γίνομαι ημίρρευστος σαν μέλι
  2. έχω εμποτιστεί με σιρόπι από μέλι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία