→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μελίκομπος τὸ μελίκομπον
      γενική τοῦ/τῆς μελικόμπου τοῦ μελικόμπου
      δοτική τῷ/τῇ μελικόμπ τῷ μελικόμπ
    αιτιατική τὸν/τὴν μελίκομπον τὸ μελίκομπον
     κλητική ! μελίκομπε μελίκομπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μελίκομποι τὰ μελίκομπ
      γενική τῶν μελικόμπων τῶν μελικόμπων
      δοτική τοῖς/ταῖς μελικόμποις τοῖς μελικόμποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μελικόμπους τὰ μελίκομπ
     κλητική ! μελίκομποι μελίκομπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελικόμπω τὼ μελικόμπω
      γεν-δοτ τοῖν μελικόμποιν τοῖν μελικόμποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελίκομπος < μέλι + κόμπος

  Επίθετο

επεξεργασία

μελίκομπος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία