↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελίχρυσος η μελίχρυση το μελίχρυσο
      γενική του μελίχρυσου της μελίχρυσης του μελίχρυσου
    αιτιατική τον μελίχρυσο τη μελίχρυση το μελίχρυσο
     κλητική μελίχρυσε μελίχρυση μελίχρυσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελίχρυσοι οι μελίχρυσες τα μελίχρυσα
      γενική των μελίχρυσων των μελίχρυσων των μελίχρυσων
    αιτιατική τους μελίχρυσους τις μελίχρυσες τα μελίχρυσα
     κλητική μελίχρυσοι μελίχρυσες μελίχρυσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελίχρυσος < ελληνιστική κοινή μελίχρυσος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meˈli.xɾi.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λί‐χρυ‐σος

  Επίθετο

επεξεργασία

μελίχρυσος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μελίχρυσος τὸ μελίχρυσον
      γενική τοῦ/τῆς μελιχρύσου τοῦ μελιχρύσου
      δοτική τῷ/τῇ μελιχρύσ τῷ μελιχρύσ
    αιτιατική τὸν/τὴν μελίχρυσον τὸ μελίχρυσον
     κλητική ! μελίχρυσε μελίχρυσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μελίχρυσοι τὰ μελίχρυσ
      γενική τῶν μελιχρύσων τῶν μελιχρύσων
      δοτική τοῖς/ταῖς μελιχρύσοις τοῖς μελιχρύσοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μελιχρύσους τὰ μελίχρυσ
     κλητική ! μελίχρυσοι μελίχρυσ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελιχρύσω τὼ μελιχρύσω
      γεν-δοτ τοῖν μελιχρύσοιν τοῖν μελιχρύσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα