↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελομακάρονο τα μελομακάρονα
      γενική του μελομακάρονου των μελομακάρονων
    αιτιατική το μελομακάρονο τα μελομακάρονα
     κλητική μελομακάρονο μελομακάρονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελομακάρονο < μέλ(ι) + -ο- + μακαρόν(ι)+ -ο[1][2]
 
Μια πιατέλα με μελομακάρονα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.lo.maˈka.ɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λο‐μα‐κά‐ρο‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελομακάρονο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • «Οι σύνθετες ή παράγωγες λέξεις θεωρούνται περιπτώσεις εύκολης ετυμολόγησης καθώς χαρακτηρίζονται από διαφανή δομή. Γι’ αυτό άλλωστε η σύγχρονη ετυμολογία τις εντάσσει στις ευετυμολόγητες λέξεις σε αντιδιαστολή προς τις δυσετυμολόγητες. Ωστόσο, και σε περιπτώσεις θεωρούμενων «ευετυμολόγητων λέξεων» η παρεχόμενη ετυμολογική πληροφορία αποδεικνύεται ελλιπής, παραπλανητική και εν τέλει ψευδής. (…) Εξετάσαμε, λοιπόν, διατοπικώς και διαχρονικώς τη λέξη μακαρόνι, για να διακριβώσουμε αν η λέξη διατηρούσε σε προηγούμενες φάσεις της Ελληνικής κι άλλες σημασίες οι οποίες δεν έχουν επιβιώσει στη σημερινή μας γλώσσα. Και όντως ο λεξικογραφικός έλεγχος απέδειξε ότι κατά τον 19ο αιώνα, απαντά λέξη μακαρόνι με άλλη σημασία: ―Λεξ. Ραγκ. (1842, λ. macaron): < macaron [...] μακαρόνι ἢ πισκοτίνι, ἐξ ἀμυγδάλων καὶ ζακχάρεως». (...) Το μακαρόνι, που απαντά στη λεξικογραφική παραγωγή τού 19ου αιώνα, δεν είναι άλλο από το μακαρόν της Κοινής Νέας Ελληνικής. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη macaron «είδος στρογγυλού γλυκού από αλεσμένα αμύγδαλα και ασπράδια αβγών» (μαρτυρημένη στην Γαλλική από τα μέσα του 16ου αιώνα), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τη βενετική λέξη macarone «είδος ζύμης» ή την ιταλική διαλεκτική λέξη maccarone (πβ. ιταλ. maccherone). Η λέξη, αν και ομόρριζη με το ουσ. μακαρόνι «ζυμαρικό» δεν εισήλθε στην ελληνική γλώσσα από την ίδια δανειοδότρια γλώσσα: το ζυμαρικό εισήλθε από τον τύπο πληθυντικού macaroni του βενετικού ουσιαστικού macarone, ενώ το μακαρόνι «είδος γλυκού» εισήλθε μέσω της γαλλικής γλώσσας.» Γεωργία Κατσούδα, «Αξιοποιώντας το σημασιολογικό κριτήριο στην ετυμολογική έρευνα: επανετυμολογήσεις του κοινού νεοελληνικού λεξιλογίου», Λεξικογραφικόν Δελτίον, 27–28 (Αθήνα 2023), σελ. 93-110.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μελομακάρονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μελομακάρονο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    Με σημείωση: «μακαρόνι, πιθ. λόγω τού μακρόστενου σχήματος τού γλυκού»