↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δανειοδότρια οι δανειοδότριες
      γενική της δανειοδότριας των δανειοδοτριών
    αιτιατική τη δανειοδότρια τις δανειοδότριες
     κλητική δανειοδότρια δανειοδότριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δανειοδότρια < δανειοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δανειοδότρια θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία