Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
macaroni macaronis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ka.ʁɔ.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

macaroni (fr) αρσενικό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) το μακαρόνι
  2. (μειωτικό) ο Ιταλός («μακαρονάς»)