ενικός         πληθυντικός  
macaroni macaronis

Ουσιαστικό

επεξεργασία

macaroni (fr) αρσενικό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) το μακαρόνι
  2. (μειωτικό) ο Ιταλός («μακαρονάς»)