macaroni
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
macaroni | macaronis |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ka.ʁɔ.ni/
Ουσιαστικό επεξεργασία
macaroni (fr) αρσενικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) το μακαρόνι
- (μειωτικό) ο Ιταλός («μακαρονάς»)
ενικός | πληθυντικός |
macaroni | macaronis |
macaroni (fr) αρσενικό