μακαρονάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακαρονάς < μακαρόν(ι) + -άς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ka.ɾoˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κα‐ρο‐νάς
- ομόηχο: Μακαρονάς
- τονικό παρώνυμο: Μακαρόνας, Μακαρώνας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακαρονάς αρσενικό (θηλυκό μακαρονού)
- αυτός που τρώει πολλά μακαρόνια
- (μειωτικό) ο Ιταλός, χαρακτηρισμός που άρχισε να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
- ※ Τον τσολιά μας τον λεβέντη / βρίσκει στα βουνά / και ταράζει τον αφέντη / τον μακαρονά. (Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, στίχοι: Γιώργος Θίσβιος, μουσική: Θεόφραστος Σακελλαρίδης, εκτέλεση: Σοφία Βέμπο, 1941)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακαρονάς
|